- ευμένεια
- η благосклонность, благожелательность, расположение (к кому-л.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εὐμενείᾳ — εὐμενείᾱͅ , εὐμένεια goodwill fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εὐμενείᾳ — Εὐμενείᾱͅ , Εὐμένειος fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εὐμένεια — neut nom/voc/acc pl Εὐμένειος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμένεια — goodwill fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευμένεια — η (ΑΜ εὐμένεια, Α ποιητ. τ. εὐμενία) [ευμενής] ευνοϊκή, αγαθή διάθεση, καλή πρόθεση, εύνοια («φιλόδωρος εὐμενείας, ἄδωρος δυσμενείας», Πλατ.) αρχ. 1. ευσέβεια (ἡ πρὸς τὸ θεῑον εὐμένεια», Θουκ.) 2. (για οσμή) γλυκύτητα, ευαρέσκεια 3. φρ. α) «ἐπ… … Dictionary of Greek
ευμένεια — η εύνοια, συμπάθεια, ενδιαφέρον … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐμενείας — εὐμενείᾱς , εὐμένεια goodwill fem acc pl εὐμενείᾱς , εὐμένεια goodwill fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμενείαι — εὐμενείᾱͅ , εὐμένεια goodwill fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εὐμενείας — Εὐμενείᾱς , Εὐμένειος fem acc pl Εὐμενείᾱς , Εὐμένειος fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εὐμενείαι — Εὐμενείᾱͅ , Εὐμένειος fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμενείαις — εὐμένεια goodwill fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)